αριστερόχειρας

αριστερόχειρας
ο, η (Α ἀριστερόχειρ)
αυτός που χρησιμοποιεί κυρίως το αριστερό του χέρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκευάς — ᾱ, ὁ, Α (για τους ξιφομάχους που αγωνίζονταν με το αριστερό χέρι) αριστερόχειρας, ζερβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaeva «αριστερόχειρας» (βλ. και λ. σκαιός)] …   Dictionary of Greek

  • αδέξιος — ια, ιο (Α ἀδέξιος, ιον) αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής νεοελλ. 1. δειλός, συνεσταλμένος 2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος αρχ. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο… …   Dictionary of Greek

  • απόζερβος — η, ο Ι. 1. ανάζερβος, ζερβός, αριστερόχειρας 2. αδέξιος, ανεπιτήδειος 3. (για τόπο) δύσβατος («κι όλο τ απόσκια περπατεί, τ απόζερβα αγναντεύει») II. επίρρ. απόζερβα α) από τ αριστερό πλευρό β) αδέξια, δύσκολα …   Dictionary of Greek

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • επαρίστερος — ἐπαρίστερος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά 2. ο γραμμένος από αριστερά προς τα δεξιά 3. αριστερόχειρας, ζερβοχέρης 4. μτφ. αδέξιος, ανεπιτήδειος, ανάποδος («ἐπαρίστερα βουλεύματα», Πλούτ.) 5. επίρρ. ἐπαριστέρως αδέξια,… …   Dictionary of Greek

  • ετερόχειρ — ο, η (Α ἑτερόχειρ) 1. αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, ο μονοχέρης, ο κουλός νεοελλ. αυτός που χειρίζεται καλά μόνο το ένα χέρι αρχ. ο αριστερόχειρας, ο ζερβοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + χειρ] …   Dictionary of Greek

  • ζερβοχέρης — ο αυτός που χειρίζεται με ευκολία το αριστερό χέρι, αριστερόχειρας, ζερβοκουτάλας …   Dictionary of Greek

  • ζερβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823, ως ναύτης σε διάφορα πλοία. Από το 1823 έως το 1827 υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος στο σκάφος του Σαχίνη. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Ένροου, Τζον — (John Patrick McEnroe, Jr., Βισμπάντεν, Γερμανία 1959 –). Αμερικανός αθλητής της αντισφαίρισης (τένις). Γεννήθηκε στην πρώην Δυτική Γερμανία, καθώς ο πατέρας του υπηρετούσε στη βάση που είχε εκεί η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Αριστερόχειρας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”